φολιδωτῶν

φολιδωτῶν
φολιδωτός
clad in scales
fem gen pl
φολιδωτός
clad in scales
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεράστης — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… …   Dictionary of Greek

  • κεραστής — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… …   Dictionary of Greek

  • κόμπρα — Κοινή ονομασία δηλητηριωδών φιδιών του γένους ναΐα ή νάγια (Naja), της οικογένειας των ελαπινών, της τάξης των φολιδωτών. Γνωστότερο είδος είναι η Naja naja ή Naja tripudians, γνωστή ως διοπτροφόρος κ., η οποία σκοτώνει τα θύματά της χύνοντας το… …   Dictionary of Greek

  • παγκολίνος — ο ζωολ. κοινή ονομασία τού μοναδικού γένους φολιδωτών θηλαστικών μάνης, τής οικογένειας μανίδες, που μοιάζουν με ερπετά …   Dictionary of Greek

  • σαύρα — Γένος σαυροειδών της οικογένειας των Σαυριδών, της τάξης των φολιδωτών. Ανάλογα με τα είδη οι σ. έχουν συνολικό μήκος από 12 ως 60 περίπου εκ.· το σώμα τους καλύπτεται στη ράχη από κεραμιδοειδείς φολίδες ή κόκκους, ενώ στο κεφάλι και στην κοιλιά… …   Dictionary of Greek

  • ιγκουάνα ή ιγουάνα — (iguana). Κοινή ονομασία πολλών ειδών ερπετών που ανήκουν στην οικογένεια των ιγκουανίδων, της υπόταξης των σαυρομόρφων, της τάξης των φολιδωτών ερπετών. Περιλαμβάνει ζώα διαφορετικού μεγέθους (μήκους 10 130 εκ.) τα οποία είναι προσαρμοσμένα σε… …   Dictionary of Greek

  • κολουβρίδες — (colubridae). Οικογένεια φιδιών της τάξης των φολιδωτών, η οποία περιλαμβάνει δηλητηριώδεις και μη αντιπροσώπους. Οι κ., οι διαστάσεις των οποίων ποικίλλουν από μερικές δεκάδες εκατοστά έως 3 μ. ή και περισσότερο, δεν είναι θραυστήρες ή… …   Dictionary of Greek

  • μανίδες — (manides). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των φολιδωτών, η οποία περιλαμβάνει ένα μόνο γένος (Manis), στο οποίο υπάγονται επτά είδη, γνωστά με την κοινή ονομασία παγκολίνοι. Βλ. λ. παγκολίνος …   Dictionary of Greek

  • οφίδια — Ερπετά που αποτελούν την υπόταξη των λιπιδωτών ή φολιδωτών με 18 οικογένειες. Βλ. λ. φίδια· ερπετά …   Dictionary of Greek

  • παγγολίνος — Κοινή ονομασία των ειδών που αποτελούν τη μικρή τάξη των λεπιδωτών ή φολιδωτών, του γένους μάνης (manis). Τα θηλαστικά αυτά, διαδεδομένα σε περιοχές της Αφρικής και της νότιας Ασίας, χαρακτηρίζονται από την επένδυσή τους με χοντρά κερατοειδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”